παλαιοκομματικός

παλαιοκομματικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα κομματικό κατεστημένο το οποίο δρα στα πλαίσια ενός κόμματος βασισμένου σε οπισθοδρομικές αρχές, σε συντηρητικά και καιροσκοπικά πρότυπα, και που αρνείται τις σύγχρονες πολιτικές αρχές και αντιλήψεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοκομματικός — ή, ό ο σχετιζόμενος με τα παλιά πολιτικά κόμματα, ο συντηρητικός από πολιτική άποψη. Ουσ. παλαιοκομματισμός, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”